πολύζωνος

πολύζωνος
πολύ-ζωνος (sc. λίθος), , gem
A with many layers, Plin.HN37.189.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύζωνος — with many layers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύζωνος — ον, Α φρ. «πολύζωνος λίθος» πολύτιμος λίθος που έχει πολλές ζώνες, πολλές φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”